- ἰδιωτικός
- 3 частный, предназначенный для частных лиц
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
ἰδιωτικός — ἰ̱διωτικός , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf part act neut nom/voc/acc sg ἰδιωτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε ιδιώτη, που δεν έχει δημόσιο ή επίσημο χαρακτήρα: Ιδιωτικό σχολείο. – Ιδιωτική εκπαίδευση. – Ιδιωτικό έγγραφο. 2. ατομικός: Ιδιωτική υπόθεση. – Ιδιωτική πρωτοβουλία. 3. (νομ.), «ιδιωτικό δίκαιο», αυτό που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτερον — ἰδιωτικός of adverbial comp ἰδιωτικός of masc acc comp sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικωτέρων — ἰδιωτικός of fem gen comp pl ἰδιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικῶν — ἰδιωτικός of fem gen pl ἰδιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατα — ἰδιωτικός of adverbial superl ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατον — ἰδιωτικός of masc acc superl sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικαῖς — ἰδιωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)